μετέωρος

μετέωρος
-η, -ο (ΑΜ μετέωρος, -ον, Α επικ. τ. μετήορος, -ον, δωρ. τ. πεδάωρος, -ον Μ και μέτωρος, -ον)
1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε αβεβαιότητα («Ἑλλάς ἅπασα μετέωρος ἦν», Θουκ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το μετέωρο(ν)
καθετί που φαίνεται ή συμβαίνει στην ατμόσφαιρα (α. «υδατώδη μετέωρα» β. ηλεκτρικά μετέωρα» γ. «φωτεινά μετέωρα»)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε αναμονή
2. αμφιταλαντευόμενος, αναποφάσιστος («μένει μετέωρος τόσον καιρό χωρίς να παίρνει μια απόφαση»)
3. το ουδ. ως ουσ. στερεό σώμα το οποίο, ενώ βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο, αναφλέγεται όταν εισέλθει στην ατμόσφαιρα τής Γης, από την οποία έλκεται, και λόγω τής πυρράκτωσής του γίνεται ορατό στον νυχτερινό ουρανό, καθώς και η αναλαμπή που προκαλείται από την καύση τού σώματος αυτού, αλλ. διάττοντας αστέρας, μετεωρίτης
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τα Μετέωρα
συστάδα βράχων στους πρόποδες τών Καμβουνίων, κοντά στην Καλαμπάκα, πάνω στους οποίους έχει συγκροτηθεί από τον 14ο αιώνα μοναστικός οικισμός
4. φρ. «έλαμψε σαν μετέωρο» — λέγεται για πρόσωπο που κίνησε τον θαυμασμό ή το κοινό ενδιαφέρον σε μεγάλο βαθμό αλλά μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα
μσν.
1. (ως τιμητική προσφώνηση) ανώτερος, σπουδαίος
2. αυτός που τού αρέσει να χωρατεύει
3. ανακουφισμένος («εὐθύς ἐτέλει τοὺς γάμους μετέωρον ἤδη τὴν ψυχὴν ἔχων», Μηναί.)
μσν.-αρχ.
1. ασταθής, άστατος
2. υπεροπτικός, υπερήφανος
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλό έδαφος, υψηλός (α. «μετέωρα οἰκήματα», Ηρόδ.
β. «τῶν χωρίων τὰ μετεωρότατα λαβόντες», Θουκ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο μέσο τού αέρα, ψηλά στον αέρα («ἀφικνεῑ μετέωρος ὑπ' αὔρας», Κρατίν.)
3. (για οφθαλμό) αυτός που προεξέχει
4. πρησμένος, διογκωμένος
4. (σχετικά με το δέρμα ή το σώμα τού ανθρώπου) επιφανειακός, εξωτερικός
5. ρηχός («καὶ ὀχετοὺς μετεώρους εἰς τὴν ὁδὸν ἔκρουν ἔχοντας ποιεῑν», Αριστοτ.)
6. μετεωρόρριζος*
7. (για την αναπνοή) ασθενής και διακεκομμένος («ἄκρεα ψυχρά, πελιδνά, πνεῡμα μετέωρον, ποτὸν διὰ ῥινῶν», Ιπποκρ.)
8. (για πλοίο) αυτός που βρίσκεται στο ανοιχτό πέλαγος
9. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα
10. (για ίππο) αυτός που πηδά ψηλά, που γαυριά
11. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ζύμωσης, ακατακάθιστος, φουσκωμένος
12. (για κατάσταση) αβέβαιος («ἔτι γὰρ τῶν πραγμάτων ὄντων μετεώρων καὶ τοῡ μέλλοντος ἀδήλου», Δημοσθ.)
13. (για συμβόλαιο, σύμβαση, δίκη) εκκρεμής
14. πρόθυμος («μετεώροις ταῑς ἐπιβολαῑς ἐπὶ πόλεμον», Πολ.)
15. αυτός που σπεύδει βιαστικά
16. (για περίσταση) δεινός, ανώμαλος («χρόνος μετέωρος καὶ κινδυνώδης», Ηφαιστ.)
17. αφερέγγυος
18. (για ύφος) α) πομπώδης, σε αντιδιαστολή προς τον υψηλό
β) λαμπρός, υψηλός
19. (για πρόσ.) αφηρημένος
20. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετέωρα
οι εκκρεμείς υποθέσεις.
επίρρ...
μετεώρως (Α)
1. ψηλά στον αέρα
2. με ενδοιασμούς, διστακτικά
3. με αβεβαιότητα
4. αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο επικ. τ. μετ-ήορος (< *μετ-αείρω) < μετ(α)-* + -η-ορ-ος, ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. α-Fερ- τού ρήματος ἀεὶρω (Ι) «σηκώνω» (βλ. λ. αείρω [Ι]), πρβλ. συν-ᾱορος < συν-αείρω. Το -η- τού τύπου είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει», ενώ ο αττ. τ. μετ-έωρος < μετ-ήορος με αντιμεταχώρηση. Προϊόν παρετυμολογίας φαίνεται να είναι η άποψη ότι η λ. μετήορος είναι «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετ' ἀέρος (πρβλ. τη φρ. τού Αριστοφάνους στις Νεφέλες «Ἀὴρ ὃς ἔχεις τὴν γῆν μετέωρον») και ότι συνδέεται με τη λ. ἀήρ (βλ. και λ. ἀεὶρω). Τη λ. με την αστρονομική της σημ. δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. [i]meteora), από όπου πέρασε και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. meteore, αγγλ. meteor).
ΠΑΡ. μετεωρίζω
αρχ.
μετεωρίδιον, μετεωρρσύνη, μετεωρότης
αρχ.-μσν.
μετεωρία, μετεωρώ
μσν.
μετεώριος
νεοελλ.
μετεωρικός, μετεωρίτης, μετεωρίτικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μετεωρολόγος, μετεωροσκόπος
αρχ.
μετεωροθήρας, μετεωρόκλαδος, μετεωροκόπος, μετεωρολέσχης, μετεωροποιός, μετεωροπόλος, μετεωροπόρος, μετεωρόροφος, μετεωρόρριζος, μετεωροσοφιστής, μετεωροφανής, μετεωροφέναξ, μετεωροφρονώ
μσν.
μετεωροβάμων
νεοελλ.
μετεωρογράφος, μετεωρόλιθος, μετεωροπάθεια, μετεωροπαθολογία, μετεωροτρόπος. (Β' συνθετικό) αρχ. υπομετέωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετέωρος — raised from off the ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετέωρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που αιωρείται: Τρόμαξα που τον είδα μετέωρο στο κενό. 2. μτφ., αναποφάσιστος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος: Έμεινα μετέωρος μέχρι να καταλάβω τι μου είπε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετεωρότερον — μετέωρος raised from off the ground adverbial comp μετέωρος raised from off the ground masc acc comp sg μετέωρος raised from off the ground neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωροτάτων — μετέωρος raised from off the ground fem gen superl pl μετέωρος raised from off the ground masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωροτέραις — μετέωρος raised from off the ground fem dat comp pl μετεωροτέρᾱͅς , μετέωρος raised from off the ground fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωροτέρων — μετέωρος raised from off the ground fem gen comp pl μετέωρος raised from off the ground masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρότατα — μετέωρος raised from off the ground adverbial superl μετέωρος raised from off the ground neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρότατον — μετέωρος raised from off the ground masc acc superl sg μετέωρος raised from off the ground neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεώρω — μετέωρος raised from off the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual μετέωρος raised from off the ground masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεώρως — μετέωρος raised from off the ground adverbial μετέωρος raised from off the ground masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”